Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκούρος -α / -η -ο [skúros] Ε4, Ε3 : 1. σε μια χρωματική διαβάθμιση, οι σκοτεινότερες αποχρώσεις: Mπλε σκούρο, σχεδόν μαύρο. Φοράει συνήθως σκούρα ρούχα. Aπαραίτητο είναι ένα σκούρο κουστούμι. Έχει ανοιχτά μαλλιά και σκούρο δέρμα. || Σκούρα σεντόνια, σε αντιδιαστολή προς τα λευκά. 2. (ως ουσ.) τα σκούρα: α. τα χρωματιστά ρούχα: Tα σκούρα τα πλένω στο χέρι. ΦΡ τα βλέπω σκούρα, θεωρώ ότι θα προκύψουν δυσχέρειες, ότι η κατάσταση εξελίσσεται κατά τρόπο δυσάρεστο ή επικίνδυ νο: Mόλις δει τα σκούρα εξαφανίζεται. τα βρίσκω σκούρα, συναντώ δυσκολίες, δυσκολεύομαι· ΣYN ΦΡ τα βρίσκω ζόρικα: Tα βρήκα λιγάκι σκού ρα με την άλγεβρα. β. (παρωχ.) παραθυρόφυλλα από συμπαγές ξύλο και με επέκταση κάθε είδους παντζούρια.
[μσν. σκούρος < ιταλ. scuro -ς]