Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκούπα η [skúpa] Ο25 : εργαλείο του νοικοκυριού, συνήθ. με μακρύ χέρι και θυσανωτή άκρη, με το οποίο απομακρύνουμε από το πάτωμα σκόνες, σκουπίδια κτλ. || Hλεκτρική ~, συσκευή με αντίστοιχη λειτουργία. || Tα μαλλιά της είναι σαν ~, ίσια, πυκνά και άγρια. ΦΡ (λέω) όσα σέρνει η ~, βρίζω πολύ. θα βάλω τη ~ μου να κλαίει, για δήλωση πλήρους αδιαφορίας. θα μπει ~!, για εκκαθάριση, για απομάκρυνση ατόμων που θεωρούνται άχρηστα.
σκουπάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. σκούπα < λατ. scopa ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [p] )]