Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκούντημα το [skúndima] Ο49 : 1. η ενέργεια του σκουντώ: Ένιωσε ένα δυ νατό ~. 2. (μτφ., προφ.) πιεστική παρότρυνση: Θέλει ~ για να διαβάσει.
[σκουντη- (σκουντώ) -μα]