Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκούζω [skúzo] Ρ2.2α : (οικ.) βγάζω διαπεραστικές κραυγές· ουρλιάζω, στριγκλίζω: Tι έχει το σκυλί και σκούζει έτσι; Έσκουζε από τον πόνο. Σκούζει σαν να τον σφάζουν. || (λαϊκότρ.) κλαίω: Γιατί σκούζεις; Σκούζει το μωρό.
[ενεργ. του αρχ. σκύζομαι `είμαι εξαγριωμένος΄ (χωρίς τροπή [u > y > i], δες Υ)]