Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκουτέλι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκουτέλι το [skutéli] Ο44 : (λαϊκότρ.) μικρή γαβάθα.

[μσν. σκουτέλλι(ν) < σκουτέλλιον υποκορ. του σκουτέλλα < λατ. scutella (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες