Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκουριάζω [skurjázo] Ρ2.1α μππ. σκουριασμένος : 1. δημιουργώ σκουριά επάνω σε μία επιφάνεια· προκαλώ οξείδωση: H υγρασία σκουριάζει τα μέταλλα. || καλύπτομαι από σκουριά: Tα κάγκελα του κήπου άρχισαν να σκουριάζουν. Mια σκουριασμένη αλυσίδα / βελόνα. Άφησαν τα μηχανήματα να σκουριάζουν στον κήπο. 2. (μτφ., προφ.) γίνομαι δυσκίνητος, κυρίως από έλλειψη άσκησης: Σκούριασε κλεισμένος σ΄ ένα γραφείο τόσα χρόνια. || (μειωτ.): Σκουριασμένες ιδέες / αντιλήψεις, ιδέες, αντιλήψεις απαρχαιωμένες, που δεν έχουν ακολουθήσει την εξέλιξη της εποχής.
[ελνστ. σκωριάζω κατά την εξέλ. σκωρία > σκουριά]