Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκουπόξυλο το [skupóksilo] Ο41 : μακρύ ξύλο που αποτελεί τη λαβή της σκούπας. (έκφρ.) θα πάρω ένα ~!, για να σε δείρω, συνήθ. χαϊδευτικά. θα μας πάρουν με τα σκουπόξυλα, θα μας αποδοκιμάσουν, θα μας προγκήξουν.
[σκούπ(α) -ο- + ξύλο]