Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκουπιδότοπος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκουπιδότοπος ο [skupiδótopos] Ο20 : για μέρος που είναι γεμάτο σκουπίδια. || χωματερή.

[σκουπίδ(ι) -ο- + -τοπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες