Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκουπιδαριό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκουπιδαριό το [skupiδarjó] Ο38 : τόπος γεμάτος σκουπίδια. || (επέκτ.) χαρακτηρισμός βρόμικου και ακατάστατου χώρου: ~ είναι αυτό εδώ μέσα; ~ έγινε το σπίτι.

[σκουπίδ(ι) -αριό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες