Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκουντούφλης ο [skundúflis] Ο11 θηλ. σκουντούφλα [skundúfla] Ο25α : (οικ.) αυτός που από χαρακτήρα είναι κατσούφης και σκυθρωπός: Kάθε πρωί σηκώνεται ~.
[σκουντουφλ(ώ) -ης (αναδρ. σχημ.)· σκουντούφλ(ης) -α]