Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκουντιά η [skundjá] Ο24 : σπρώξιμο, ελαφρά ώθηση που γίνεται με το σώμα: Δώσ΄ του μια ~! Tου δίνει μια γερή ~. Mε μια ~ θα φύγει από τη θέση του, για κτ. ασταθές.
[σκουντ(ώ) -ιά]