Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκουληκοφαγωμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκουληκοφαγωμένος -η -ο [skulikofaγoménos] Ε3 : που έχει φαγωθεί, που έχει καταστραφεί από τα σκουλήκια: Σκουληκοφαγωμένο ξύλο / πάτωμα. Σκουληκοφαγωμένα φρούτα.

[σκουλήκ(ι) -ο- + φαγωμένος μππ. του τρώω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες