Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκουληκοφαγωμένος -η -ο [skulikofaγoménos] Ε3 : που έχει φαγωθεί, που έχει καταστραφεί από τα σκουλήκια: Σκουληκοφαγωμένο ξύλο / πάτωμα. Σκουληκοφαγωμένα φρούτα.
[σκουλήκ(ι) -ο- + φαγωμένος μππ. του τρώω]