Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκουλαρίκι το [skularíki] Ο44 : κόσμημα που φοριέται στο αυτί: Διαμαντένια / χρυσά / ασημένια σκουλαρίκια. Σκουλαρίκια κρεμαστά. ΦΡ στο αυτί σου ~ ή να το βάλεις ~, να θυμάσαι τα λόγια μου.
σκουλαρικάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. σκουλαρίκιον < σκολαρίκιον ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [l] ) < σχολαρίκιον (ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] ) < σχολάρ(ιος) `μέλος της ανακτορικής φρουράς΄ -ίκιον > -ίκι 2 (επειδή συνήθιζαν να τα φορούν), σχολάριος: < υστλατ. schol(aris) -άριος < λατ. schola στην υστλατ. σημ.: παλατιανό τάγμα΄ < αρχ. σχολή]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκουλαρικιά η [skulariká] Ο24 : είδος καλλωπιστικού φυτού.
[σκουλαρίκ(ι) -ιά]