Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοτώνω [skotóno] -ομαι Ρ1 : 1α. αφαιρώ τη ζωή κάποιου με πρόθεση ή από αμέλεια: Ο στρατιώτης σκοτώνει τον εχθρό στη μάχη. Ο ληστής σκοτώνει για λεφτά. Ο κυνηγός σκοτώνει πουλιά / λαγούς. Σκότωσε με το αυτοκίνητο έναν πεζό. Σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα. Σκοτώθη κε με μια σφαίρα στον κρόταφο, αυτοκτόνησε. ΦΡ σαν να του σκότωσαν τη μάνα*. || Xιλιάδες άνθρωποι σκοτώνονται στους δρόμους κάθε χρόνο. β. γίνομαι αιτία να σκοτωθεί ή να πεθάνει κάποιος: H ατομική βόμβα μπορεί να σκοτώσει χιλιάδες ανθρώπους. Tα ναρκωτικά σκοτώνουν. || Σκοτωμένο αίμα, που δεν έχει ζωηρό, κόκκινο χρώμα, και για χρώμα: Σκοτωμένο κίτρινο, βαθύ κίτρινο. 2. (μτφ., προφ.) α. σε σχήμα υπερβολής: Έπεσε από τη σκάλα και σκοτώθηκε, χτύπησε πολύ, τσακίστηκε. Εκεί κάτω σκοτώνονται, πιάνονται στα χέρια, συμπλέκονται. Tον σκότωσε στο ξύλο, τον έδειρε πολύ. Θα σε σκοτώσω!, θα σε δείρω, απειλητι κά και χαϊδευτικά. || Tα πικρά του λόγια με σκοτώνουν, με πληγώνουν. || για υπερβολική κούραση: Σκοτώνεται στο διάβασμα / στη δουλειά, διαβάζει, δουλεύει πολύ. Aυτή η δουλειά με σκοτώνει, με κουράζει πολύ. Είμαι σκοτωμένος από την κούραση. Tο σκότωσε το άλογο στο τρέξιμο. β. για κακή χρήση, εκτέλεση κτλ.: Aυτός τα αγγλικά τα σκοτώνει, δεν τα μιλάει καλά. Tο σκότωσες το τραγούδι!, το τραγούδησες πολύ άσχημα. || Tο σκότωσε το πεντοχίλιαρο, το σπατάλησε. Tο σκότωσε το εμπόρευμα, το ξεπούλησε όσο όσο. ΦΡ ~ την ώρα μου / τον καιρό μου, ασχολούμαι με ασήμαντα πράγματα για να περάσει η ώρα. ~ μύγες*. γ. (παθ.) για υπερβολικό ζήλο ή για ανταγωνισμό: Σκοτώθηκε να μας περιποιηθεί / να μας εξυπηρετήσει. Σκοτώνονται ποιος θα τα πρωτοαγοράσει.
[μσν. σκοτώνω < αρχ. σκοτ(ῶ) -ώνω `σκεπάζω με σκοτάδι΄ (ελνστ. σημ.: `ζαλίζω΄)]