Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοτωμός ο [skotomós] Ο17 : 1. θάνατος που προκαλείται με βίαιο τρόπο: Ο πόλεμος φέρνει μαζί του σκοτωμούς, πείνα και άλλες συμφορές. 2. (μτφ.) α. σκότωμα2: H δουλειά του ταξιτζή είναι ~. β. για μεγάλο συνωστισμό στον οποίο ο καθένας προσπαθεί να παραγκωνίσει ή να παρακάμψει τους άλλους: Tην περίοδο των εκπτώσεων γίνεται ~ στα μαγαζιά. Για την πρόσληψη δέκα υπαλλήλων έγινε ~ στο διαγωνισμό. || (έκφρ.) του σκοτωμού, για υπερβολική ταχύτητα: Έτρεχε / πήγαινε του σκοτωμού.
[μσν. σκοτωμός < σκοτώ(νω) -μός]