Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοτούρα η [skotúra] Ο25α : ό,τι απασχολεί το μυαλό μου με τρόπο συνεχή και ενοχλητικό· φροντίδα, έγνοια, μπελάς: Έχει πολλές σκοτούρες στο κεφάλι του. Άσε με στις σκοτούρες μου! Aυτό τον καιρό έχω ένα σωρό σκοτούρες. (έκφρ.) κι είχα μια ~!, ειρωνικά για κτ. που δε με απασχολεί καθόλου, για το οποίο δε δίνω καμία σημασία.
[μσν. σκοτούρα < σκότ(ος) -ούρα]