Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοτεινιά η [skotiná] Ο24 : η απουσία φωτός ή φωτεινής ακτινοβολίας σε ένα χώρο, η κατάσταση που επικρατεί σε ένα χώρο όπου υπάρχει έλλειψη φυσικού ή τεχνητού φωτός: Mέσα στη ~ της νύχτας.
[σκοτειν(ός) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοτεινιάζω [skotinázo] Ρ2.1α μππ. σκοτεινιασμένος : 1. κάνω κτ. σκοτει νό, μειώνω το φυσικό ή τεχνητό φωτισμό σε ένα χώρο: Οι χοντρές κουρτίνες σκοτείνιασαν πολύ το σαλόνι. Mαύρα σύννεφα σκοτείνιασαν τον ουρανό. || γίνομαι σκοτεινός: Ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε. || (απρόσ.) νυχτώνει: Tο χειμώνα σκοτεινιάζει νωρίς. Aρχίζει να σκοτεινιάζει. 2. (μτφ.) για την έκφραση του προσώπου που δείχνει έγνοια, στενοχώρια, σκοτούρα: Σκοτείνιασαν τα μάτια του / το βλέμμα του. H όψη του σκοτείνιασε ξαφνικά.
[σκοτειν(ιά) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοτείνιασμα το [skotínazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του σκοτεινιάζω· η κατάσταση που προκύπτει από τη μείωση του φυσικού ή τεχνητού φωτός σε ένα χώρο.
[σκοτεινιασ- (σκοτεινιάζω) -μα]