Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοτείνιασμα το [skotínazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του σκοτεινιάζω· η κατάσταση που προκύπτει από τη μείωση του φυσικού ή τεχνητού φωτός σε ένα χώρο.
[σκοτεινιασ- (σκοτεινιάζω) -μα]