Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοταδισμός ο [skotaδizmós] Ο17 : μειωτικός χαρακτηρισμός μιας θεωρίας και μιας πρακτικής, που αντιτίθεται στην εξάπλωση σε όλες τις κοινωνικές τάξεις των επιστημονικών γνώσεων και της ορθολογιστικής στάσης που απαιτούν: Mεσαιωνικός ~. || υπερβολικός συντηρητισμός.
[λόγ. σκοτάδ(ι) -ισμός μτφρδ. γαλλ. obscurantisme (-isme = -ισμός)]