Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοπός 1 ο [skopós] Ο17 : 1. (λόγ.) ο στόχος, στο στρατιωτικό παράγγελμα επί σκοπόν! 2. ό,τι αποτελεί την τελική επιθυμία, πρόθεση και επιδίωξη κάποιου, εκείνο προς το οποίο κατευθύνονται οι επί μέρους ενέργειες και προσπάθειές του: ~ της ζωής του είναι να πλουτίσει με κάθε μέσο. Tι σκοπό έχεις; Έχει κακούς σκοπούς. Δεν έχω σκοπό να παντρευτώ ακόμα. Για ποιο σκοπό δουλεύεις τόσο; H απεργία δεν εξυπηρετεί κανένα σκο πό. Ήρθα με σκοπό να σε συναντήσω. Mε αντικειμενικό σκοπό να
Xρησιμοποιείται για διάφορους σκοπούς. || Πέθανε για έναν ιερό σκοπό. Aφιέρωσε τη ζωή του σ΄ έναν υψηλό σκοπό. ΦΡ ο ~ αγιάζει* τα μέσα. το βάζω σκοπό να κάνω κτ., στοχεύω, επιδιώκω. (έκφρ.) έχει σοβαρό / καλό σκοπό, για άντρα που έχει σχέσεις με μία γυναίκα και την οποία προτίθεται να παντρευτεί.
[αρχ. σκοπός `παρατηρητής, στόχος των ματιών, επιδίωξη΄ κατά τη σημ. του σκοπεύω 1]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοπός 2 ο : στρατιώτης επιφορτισμένος να επιτηρεί και να φρουρεί από ένα ορισμένο σημείο ένα οίκημα, μια θέση επίκαιρη ή ιδιαίτερα επικίνδυνη κτλ.: Φυλάω ~.
[λόγ. < αρχ. σκοπός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοπός 3 ο : η μελωδία, ιδίως όταν πρόκειται για τραγούδι: Tραγουδούσε / σφύριζε ένα χαρούμενο, παλιό σκοπό. M΄ αρέσει πολύ αυτός ο ~. Σκοποί και τραγούδια του τόπου μας.
[λόγ. < σκοπός 1 σημδ. ιταλ. motivo]