Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκοπούμ%
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκοπούμενος -η -ο [skopúmenos] Ε5 : (λόγ.) που αποτελεί τον τελικό σκο πό μιας ενέργειας: Σκοπούμενη βλάβη. || (ως ουσ.) το σκοπούμενο, η επιδίωξη.

[λόγ. < αρχ. σκοπούμενος μπε. του σκοπῶ `παρατηρώ, εξετάζω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες