Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοπιμότητα η [skopimótita] Ο28 : η ιδιότητα του σκόπιμου· η εξυπηρέτηση, από πρόθεση, ενός συγκεκριμένου σκοπού, μερικές φορές κατά παράβαση ή παράλειψη αποδεκτών ή δεδομένων διαδικασιών: Δεν καταλαβαίνω τη ~ αυτής της συζήτησης. Kινείται μόνο από ~. Για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας
[λόγ. σκόπιμ(ος) -ότης > -ότητα]