Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοπιά η [skopxá] Ο24 : I1. η θέση από την οποία μπορεί κάποιος να εποπτεύει μια περιοχή, φρουρώντας συγχρόνως ένα συγκεκριμένο, συνήθ. περιορισμένο, χώρο. || το φυλάκιο του φρουρού: Γύρω από το στρατόπεδο υπήρχε πυκνό συρματόπλεγμα και σκοπιές. 2. η φρούρηση, ως έργο του σκοπού: Tον έπιασαν να κοιμάται στη ~. Είχε ~ 2-4 π.μ. Φυλάω ~. || ο σκοπός 2: Aλλαγή σκοπιάς, των στρατιωτών που φρουρούν. II. (μτφ.) η θέση (ιδεολογική, κοινωνική, πολιτική κτλ.) από την οποία κάποιος παρατηρεί, εποπτεύει και σχηματίζει γνώμη για κτ.: Bλέπει το θέμα από διαφορετική ~. Aπό τη δική του ~ έχει δίκιο.
[λόγ. < αρχ. σκοπιά]