Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοπεύω 1 [skopévo] Ρ5.1α : συγκεντρώνω την προσοχή μου για να βρω το ακριβές σημείο που αποτελεί το στόχο εναντίον του οποίου κατευθύνω ένα βλήμα: Πυροβόλησε στην τύχη χωρίς να σκοπεύσει. || Ο τοπογράφος σκοπεύει με ένα μικρό τηλεσκόπιο. || (μτφ.): Σκοπεύει σε ψηλά αξιώματα, στοχεύει.
[λόγ. < σκοπεύω 2 σημδ. γαλλ. viser]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοπεύω 2 Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : έχω σκοπό, έχω την πρόθεση, σκέφτομαι να κάνω κτ.: ~ να φύγω / να πολιτευτώ. Tι σκοπεύεις να κάνεις τώρα; Πόσον καιρό σκοπεύεις να μείνεις; Kανείς δεν ήξερε τι σκόπευε να κάνει.
[λόγ. < αρχ. σκοπεύω `παρατηρώ, εξετάζω΄ & σημδ. γαλλ. viser]