Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκοπευτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκοπευτικός -ή -ό [skopeftikós] Ε1 : που είναι σχετικός με το σκοπευτή ή με τη σκόπευση: Σκοπευτική ομοσπονδία. Σκοπευτική δεινότητα. Σκοπευτικά όργανα.

[λόγ. σκοπευτ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες