Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοπευτής ο [skopeftís] Ο7 θηλ. σκοπεύτρια [skopéftria] Ο27 : αυτός που σημαδεύει ένα στόχο με κάποιο όπλο. || ειδικότητα στο στρατό. || Ελεύθερος ~, ένοπλος που μάχεται μόνος του, αποκομμένος από το υπόλοιπο οργανωμένο σύνολο και ως έκφραση για κπ. που έχει ευρύ πεδίο επιλογής.
[λόγ. < ελνστ. σκοπευτής `παρατηρητής΄ κατά τη σημ. του σκοπεύω 1· λόγ. σκοπευ(τής) -τρια]