Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοπευτήριο το [skopeftírio] Ο40 : ανοιχτός ή κλειστός χώρος κατάλληλα διαμορφωμένος για εξάσκηση στη σκοποβολή.
[λόγ. < ελνστ. σκοπευτήριον `παρατηρητήριο΄ κατά την αλλ. της σημ. του σκοπευτής]