Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκονίζω [skonízo] -ομαι Ρ2.1 : γεμίζω, σκεπάζω, λερώνω κπ. ή κτ. με σκό νη: Mη μας σκονίζεις! Όλα τα έπιπλα ήταν σκονισμένα. || Tα μαύρα ρού χα σκονίζονται εύκολα, φαίνεται πάνω σ΄ αυτά η σκόνη.
[σκόν(η) -ίζω (πρβ. αρχ. κονίω)]