Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκνίπα η [sknípa] Ο25 : είδος μικρού εντόμου που μοιάζει με το κουνούπι. ΦΡ γίνομαι / είμαι ~ (στο μεθύσι), για άνθρωπο πολύ μεθυσμένο.
[αρχ. σκνίψ ὁ, αιτ. σκνίπα μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ. και τον πληθ. ίσως κατά το μύγα]