Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκληρόκαρδος -η -ο [sklirókarδos] Ε5 : που έχει σκληρή καρδιά, που δε λυπάται, δε συμπονεί κανένα: ~ βασιλιάς.
σκληρόκαρδα ΕΠIΡΡ. [σκληρο- + καρδ(ιά) -ος]