Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκληροτράχηλος -η -ο [sklirotráxilos] Ε5 : που δείχνει μεγάλη αντοχή στις σωματικές και ψυχικές πιέσεις και ταλαιπωρίες· που προβάλλει ισχυρή αντίσταση: ~ εχθρός. Σκληροτράχηλη ράτσα.
[λόγ. < ελνστ. σκληροτράχηλος]