Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκληραγωγώ [skliraγoγó] -ούμαι Ρ10.9 : με καθημερινή σκληρή άσκηση εξοικειώνω κπ. στο σωματικό πόνο ή τον κάνω ανθεκτικό σε κάθε είδος κακουχίες: Ο στρατός σκληραγωγεί τους άνδρες. Πρέπει τα παιδιά να σκληραγωγούνται από μικρά. Είναι πολύ σκληραγωγημένος.
[λόγ. < ελνστ. σκληραγωγῶ]