Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκλαβώνω [sklavóno] -ομαι Ρ1 : 1. (συναισθηματικά φορτισμένη λέξη) στερώ από κπ. την ελευθερία του, συνήθ. ύστερα από πολεμική ήττα και αιχμαλωσία· υποδουλώνω: Οι σκλαβωμένοι Έλληνες πολέμησαν σκληρά ενάντια στον κατακτητή. 2. (μτφ.) α. αναλαμβάνω με το γάμο υποχρεώσεις που θεωρούνται αβάσταχτες: Θες να σκλαβώσεις το παιδί σου από τώρα; Πήγε και σκλαβώθηκε από είκοσι χρονών. β. γοητεύω κπ., κρατώ κπ. δέσμιο της γοητείας μου: Tον σκλάβωσαν τα μάτια της. Σκλαβώθηκε από την ομορφιά της. γ. κάνω κπ. να αισθανθεί μεγάλη υποχρέωση απέναντί μου, κυρίως λόγω των εξαιρετικά ευγενικών μου τρόπων και των εξυπηρετήσεων που του παρέχω: Mε σκλαβώνεις! Mας σκλάβωσε με την καλοσύνη της.
[1, 2α: μσν. σκλαβώνω < σθλαβ(ώ) -ώνω (αρχική σημ.: `εκσλαβίζω΄) (δες στο σλαβικός)· 2β: λόγ. σημδ. με βάση το γαλλ. captivant· 2γ: λόγ. σημδ. με βάση το γαλλ. serviteur]