Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκλήρυνση η [sklírinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκληραίνω: Ο εξωτερικός φλοιός του εγκεφάλου παρουσιάζει ~. || για ανυποχώρητη ή βίαιη συμπεριφορά: H ~ του στρατιωτικού καθεστώτος. Ο φόβος για αντίποινα προκάλεσε τη ~ της ηγετικής ομάδας. || (ιατρ.) παθολογική απώλεια της ελαστικότητας των ιστών: Nεκρική ~. Aρτηριακή ~. ~ κατά πλάκας, εκφυλιστική νόσος που προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα και προκαλεί παράλυση.
[λόγ. σκληρύν(ω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. durcissement, induration, αγγλ. hardening, γαλλ. sclérose < ελνστ. σκλήρωσις (για μέταλλα)]