Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκιτσάρω [skitsáro] -ομαι Ρ6 : 1. σχεδιάζω σκίτσα: Σκιτσάρει πολύ καλά. Σκιτσάρει μια γάτα. 2. (μτφ.) δίνω μια σύντομη περιγραφή των βασικών σημείων μιας υπόθεσης, ενός θέματος· σκιαγραφώ: Tη σκίτσαρε περίφη μα με λίγες λέξεις.
[ιταλ. schizzar(e) -ω (ηχομιμ., αρχική σημ.: `τινάζω προς τα έξω (υγρό, μολυβιές)΄)]