Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκιρτώ [skirtó] & -άω Ρ10.1α : 1α. αισθάνομαι ένα είδος ελαφράς σύσπασης σε όλο το σώμα, συνήθ. υπό την επήρεια έντονης συγκίνησης (χαράς ή λαχτάρας): ~ από ευτυχία. Mόλις την είδε κάτι σκίρτησε μέσα του. β. (μτφ.) συνήθ. για ερωτικό συναίσθημα: H καρδιά μου σκίρτησε. γ. (λογοτ.) για κτ. το οποίο σαλεύει ή κινείται ελαφρά σαν να είναι ζωντανό: Tο ελαφρό αεράκι έκανε τα φύλλα να σκιρτούν. 2. για το έμβρυο το οποίο μετακινείται με ένα είδος σύσπασης μέσα στην κοιλιά: Ένιωσε τη ζωή να σκιρτάει μέσα της.
[λόγ. < αρχ. σκιρτῶ]