Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκιαγραφία η [skiaγrafía] Ο25 : 1. η τέχνη της απεικόνισης προσώπου ή πράγματος με βάση τις κυριότερες ή πιο χαρακτηριστικές γραμμές. 2. (μτφ.) μελέτη που δίνει τη γενική άποψη ενός θέματος: ~ μιας εποχής / μιας κοινωνίας.
[λόγ. < αρχ. σκιαγραφία (στη σημ. 1)]