Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκιάξιμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκιάξιμο το [skáksimo] Ο50 : (λαϊκότρ.) τρόμαγμα.

[σκιαξ- (σκιάζω) 2 -ιμο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες