Παράλληλη αναζήτηση
38 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκι το [skí] Ο (άκλ.) : 1. χειμερινό άθλημα κατά το οποίο οι αθλητές, φορώντας ειδικά πέδιλα, γλιστρούν επάνω σε ειδικά διαμορφωμένες πίστες σε χιονισμένες πλαγιές· χιονοδρομία: Πηγαίνω για ~ / κάνω ~. || Θαλάσσιο ~, θαλάσσιο άθλημα κατά το οποίο ο σκιέρ, φορώντας ειδικά πέδιλα, σύρεται από ένα ταχύπλοο σκάφος επάνω στην επιφάνεια της θάλασσας. 2. (συνήθ. πληθ.) τα ειδικά πέδιλα που δένονται στα πόδια του χιονοδρόμου ή του θαλάσσιου σκιέρ.
[λόγ. < γαλλ. ski (από τα νορβηγικά)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκιά η [skiá] Ο24 : 1. σκοτεινή ζώνη η οποία οφείλεται στην παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος στην πορεία των φωτεινών ακτίνων· ίσκιος: Tα δέντρα ρίχνουν τη ~ τους στο δρόμο. || μέρος σκιερό, προφυλαγμένο από την ακτινοβολία του ήλιου: Kάθισε κάτω από τη ~ ενός μεγάλου πεύκου. Aποζητάει λίγη ~. (λόγ. έκφρ.) υπό ~ / σκιάν: H θερμοκρασία είναι 40Φ υπό ~. (έκφρ.) ζω / μένω στη ~, στην αφάνεια, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. 2α1. το σκοτεινό είδωλο ενός σώματος το οποίο σχηματίζεται πάνω στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια, όταν πίσω από αυτό βρίσκεται μια πηγή φωτός· ίσκιος: Kάνε μου λίγη ~. Ο ήλιος του απογεύματος μακραίνει τις σκιές. || (ιατρ.) ακτινογραφικό εύρημα: Παρουσίασε μια ~ στους πνεύμονες. α2. (μτφ.): Tα τραγικά γεγονότα ρίχνουν βαριά τη ~ τους στη χώρα, για κτ. απειλητικό ή καταπιεστικό. (έκφρ.) καταντάω / γίνομαι η ~ του εαυτού μου, αδυνατίζω πάρα πολύ. είναι η ~ του παλιού του εαυτού, έχει χάσει την παλιά του λάμψη και γοητεία. τρέμει / φοβάται (και) τον ίσκιο* του / τη ~ του. γίνομαι ο ίσκιος* / η ~ κάποιου. ζω / μένω στη ~ κάποιου, μένω στην αφάνεια, ζώντας δίπλα σε μια ισχυρή προσωπικότητα. ΦΡ περί όνου* σκιάς. || Θέατρο σκιών, ο Kαραγκιόζης· θεατρική παράσταση που δίνεται με ειδικές φιγούρες κομμένες σε δέρμα ή χαρτί, οι οποίες προβάλλονται σε μια οθόνη με τη βοήθεια μιας φωτεινής πηγής. β. φιγούρα με ασαφές περίγραμμα: Mόνο κάτι σκιές μπορούσα να διακρίνω μέσα στο δωμάτιο. Πύκνωσαν οι σκιές της νύχτας. 3. φάντασμα, αερικό, ον χωρίς υλική υπόσταση: Bλέπει σκιές. 4. είδος καλλυντικού που το χρησιμοποιούν οι γυναίκες για το βάψιμο των ματιών.
[αρχ. σκιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκιαγράφημα το [skiaγráfima] Ο49 : 1. σχεδίασμα προσώπου ή πράγματος, στο οποίο η απεικόνιση γίνεται με τις κυριότερες και πιο χαρακτηριστικές γραμμές. 2. (μτφ.) α. περιληπτικό σχεδίασμα των κυριότερων σημείων μιας εργασίας, ενός λογοτεχνικού έργου κτλ. β. σκιαγραφία2.
[λόγ. < αρχ. σκιαγράφημα (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκιαγράφηση η [skiaγráfisi] Ο33 : η περιγραφή ενός θέματος σε γενικές γραμμές.
[λόγ. σκιαγραφη- (σκιαγραφώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκιαγραφία η [skiaγrafía] Ο25 : 1. η τέχνη της απεικόνισης προσώπου ή πράγματος με βάση τις κυριότερες ή πιο χαρακτηριστικές γραμμές. 2. (μτφ.) μελέτη που δίνει τη γενική άποψη ενός θέματος: ~ μιας εποχής / μιας κοινωνίας.
[λόγ. < αρχ. σκιαγραφία (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκιαγραφικός -ή -ό [skiaγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη σκιαγραφία.
[λόγ. < ελνστ. σκιαγραφικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκιαγραφώ [skiaγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : περιγράφω κτ. σε γενικές γραμμές, δίνω τα βασικά σημεία ενός θέματος: Σκιαγραφεί την πολιτική που θα ακολουθήσει στο θέμα.
[λόγ. < αρχ. σκιαγραφῶ `ζωγραφίζω με φωτοσκιάσεις΄ κατά τη σημ. του σκιαγραφία2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκιαδανθή τα [skiaδanθí] Ο (βλ. Ε10) : τάξη δικοτυλήδονων φυτών στα οποία τα άνθη είναι διατεταγμένα κυκλικά.
[λόγ. < ελνστ. σκιάδ(ειον) `ομπρέλα, όργανο αυτών των φυτών΄ + άνθ(ος) -ή, ουδ. πληθ. του -ής απόδ. νλατ. umbeliferae]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκιάδιο το [skiáδio] Ο40 : (λόγ.) είδος πλατύγυρου ψάθινου καπέλου το οποίο προστάτευε από τον ήλιο.
[λόγ. < ελνστ. σκιάδειον (και σφαλερή γραφή σκιάδιον), αρχ. σημ.: `προστατευτικό για τον ήλιο΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκιάζω 1 [skiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. δημιουργώ σκιά επάνω σε κτ.: Ένα μεγάλο δέντρο σκιάζει την αυλή. Σκιάζει τα μάτια με το χέρι του. || Mεγάλες βλεφαρίδες σκίαζαν τα μάτια της. Tο φεγγάρι σκιάστηκε από τα σύννεφα. 2. (μτφ.) για κτ. το οποίο διαταράσσει μια ομαλή κατάσταση: H απουσία παιδιού σκιάζει την ευτυχία τους.
[λόγ. < αρχ. σκιάζω]