Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκηνοθετώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκηνοθετώ [skinoθetó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. για θεατρικό, κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο, έχω τη γενική φροντίδα, επιμέλεια και διεύθυνση της καλλιτεχνικής του μεταφοράς στη σκηνή ή στην οθόνη. 2. (μτφ.) προετοιμάζω και εκτελώ κτ. που αποβλέπει στην ενοχοποίηση ή στην εξαπάτηση κάποιου: Σκηνοθέτησαν αυτή τη συνωμοσία, για να δημιουργήσουν προβλήματα στην κυβέρνηση. Ο ταμίας σκηνοθέτησε τη ληστεία, για να καλύψει την κατάχρηση που έκανε.

[λόγ. σκηνοθέτ(ης) -ώ μτφρδ. γαλλ. mettre en scène]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες