Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκεφτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκεφτικός -ή -ό [skeftikós] & σκεπτικός 1 -ή -ό [skeptikós] Ε1 : που τον απασχολούν έγνοιες, φροντίδες, στενοχώριες· που είναι βυθισμένος σε διάφορες σκέψεις· συλλογισμένος: Kαθόταν σε μια γωνιά ~. Γιατί έχεις τόσο σκεφτικό ύφος; σκεφτικά ΕΠIΡΡ.

[ελνστ. σκεπτικός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · λόγ. < ελνστ. σκεπτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες