Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκευοφύλακας ο [skevofílakas] Ο5 : (εκκλ.) αξίωμα κληρικού που είναι αρμόδιος για τη φύλαξη των ιερών σκευών.
[λόγ. < ελνστ. σκευοφύλαξ, αιτ. -ακα]