Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκευοφύλακας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκευοφύλακας ο [skevofílakas] Ο5 : (εκκλ.) αξίωμα κληρικού που είναι αρμόδιος για τη φύλαξη των ιερών σκευών.

[λόγ. < ελνστ. σκευοφύλαξ, αιτ. -ακα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες