Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκευοφόρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκευοφόρος η [skevofóros] Ο35 : ειδικό βαγόνι αμαξοστοιχίας για τη μεταφορά αποσκευών.

[λόγ. < αρχ. σκευοφόρος `φορτηγό ζώο, αχθοφόρος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες