Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκετς το [skéts] Ο (άκλ.) : μονόπρακτο θεατρικό κομμάτι χωρίς ιδιαίτερες καλλιτεχνικές αξιώσεις, που συνηθίζεται σε σχολικές παραστάσεις.
σκετσάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αγγλ. sketch]