Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκεπτικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκεπτικός 2 -ή -ό [skeptikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σκεπτικισμό: ~ φιλόσοφος. || (ως ουσ.) ο σκεπτικός, κατά την αρχαιότητα, εκπρόσωπος ή οπαδός του σκεπτικισμού.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. οἱ Σκεπτικοί (ενν. φιλόσοφοι) (αρχ. σημ.: `που σκέφτεται΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες