Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκεπτικό το [skeptikó] Ο38 : το αιτιολογικό μιας δικαστικής συνήθ. απόφασης: Bγήκε στο φως το πόρισμα· το ~, τα έγγραφα και όλο το αποδεικτικό υλικό. Mε ποιο ~ οδηγήθηκες σ΄ αυτή την απόφαση;
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. σκεπτικός `που σκέφτεται΄ σημδ. γαλλ. le considérant]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκεπτικός 2 -ή -ό [skeptikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σκεπτικισμό: ~ φιλόσοφος. || (ως ουσ.) ο σκεπτικός, κατά την αρχαιότητα, εκπρόσωπος ή οπαδός του σκεπτικισμού.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. οἱ Σκεπτικοί (ενν. φιλόσοφοι) (αρχ. σημ.: `που σκέφτεται΄)]