Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκεπαστός -ή -ό [skepastós] Ε1 : για χώρο που προστατεύεται από σκεπή: Σκεπαστή βεράντα. || (ως ουσ.) το σκεπαστό, είδος υπόστεγου.
[ελνστ. σκεπαστός]