Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκεμπές ο [skembés] Ο13 : (λαϊκότρ.) η κοιλιά και το στομάχι, κυρίως όταν θέλουμε να τονίσουμε ότι είναι πλαδαρά και προτεταμένα: Έκανε σκεμπέ από το πολύ φαΐ. || στομάχι σφαγμένου ζώου από το οποίο παρασκευάζεται πατσάς.
[τουρκ. işkembe -ς με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]