Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκελετωμένος -η -ο [skeletoménos] Ε3 : για άνθρωπο εξαιρετικά αδύνατο.
[λόγ. μππ. του σκελετ(ώ < σκελετ(ός) -ώ) απόδ. γαλλ. squelettique < ελνστ. σκελετός]