Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκατώνω [skatóno] -ομαι Ρ1 : (χυδ.) λερώνω κπ. ή κτ. με περιττώματα, κυρίως στη ΦΡ τα ~, μπερδεύω τα δεδομένα, το σωστό με το λάθος, έτσι ώστε οδηγούμαι σε πλήρη αποτυχία· ΣYN ΦΡ τα θαλασσώνω.
[μσν. σκατώνω < σκατ(ά) -ώνω]